- συμπλαταγώ
- -έω, ΜΑ [πλαταγῶ]1. κροτώ με αμοιβαίο χτύπημα, κάνω κρότο με σύγκρουση («χερσί τε συμπλατάγησεν», Ομ. Ιλ.)2. ηχώ δυνατά μαζί με άλλον («ἱππείῳ χρεμετισμῷ κελάδημα συμπλαταγεῑ λεόντων», Νόνν.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.